αριστόμαχος

αριστόμαχος
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. Α’ ο πρεσβύτερος (3ος αι. π.Χ.). Τύραννος του Άργους, αντίπαλος της Αχαϊκής συμπολιτείας. Δολοφονήθηκε από δούλους του και τον διαδέχτηκε ο γιος του Αρίστιππος Β’. 2. Α. Β’ ο νεότερος (; – 223 π.Χ.). Τύραννος του Άργους μετά τη δολοφονία του αδελφού του Αρίστιππου Β’. Βασάνισε και σκότωσε 80 πολίτες, με την κατηγορία πως είχαν βοηθήσει τον Άρατο. Το 229 π.Χ. o Άρατος κατόρθωσε να πείσει τον Α. να προσχωρήσει στην Αχαϊκή συμπολιτεία, όπου έγινε στρατηγός. Λίγο αργότερα όμως άλλαξε γνώμη και βοήθησε τον Κλεομένη Γ’ της Σπάρτης να νικήσει το Άργος. Όταν το Άργος ελευθερώθηκε, τον έριξαν στη θάλασσα ως προδότη.
* * *
ἀριστόμαχος και -μάχος, ο (Α)
ο άριστος στη μάχη, αυτός που διακρίνεται στις μάχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -μαχος < μάχομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἀριστόμαχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστόμαχος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστομάχοιο — ἀριστόμαχος masc/fem/neut gen sg (epic) ἀριστομάχος best in fight masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστομάχου — ἀριστόμαχος masc/fem/neut gen sg ἀριστομάχος best in fight masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστομάχῳ — ἀριστόμαχος masc/fem/neut dat sg ἀριστομάχος best in fight masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστόμαχον — ἀριστόμαχος masc/fem acc sg ἀριστόμαχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστομάχειοι — ἀριστόμαχος masc/fem nom/voc pl ἀριστομάχειος best in fight masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστομάχειος — ἀριστόμαχος masc/fem nom sg ἀριστομάχειος best in fight masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστομάχοιο — Ἀριστόμαχος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστομάχου — Ἀριστόμαχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”